- ἀστράβῃ
- ἀστράβηmule's saddlefem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀστράβη — mule s saddle fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀ̱στράβη , ἀστράπτω lighten aor ind pass 3rd sg (doric aeolic) ἀστράπτω lighten aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστράβη — η (AM ἀστράβη) αρχ. μσν. 1. το σαμάρι του μουλαριού 2. ο σκελετός του σαμαριού 3. το μουλάρι νεοελλ. εσωτερική ενίσχυση του σκελετού του σκάφους. αρχ. είδος χειρουργικού εργαλείου. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Τεχνικός όρος, πιθ. ξένης προέλευσης. Η … Dictionary of Greek
ἀστραβῆ — ἀστραβής not twisted neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀστραβής not twisted masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀστραβής not twisted masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστράβαι — ἀστράβη mule s saddle fem nom/voc pl ἀστράβᾱͅ , ἀστράβη mule s saddle fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραβῶν — ἀστράβη mule s saddle fem gen pl ἀστραβής not twisted masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστράβαις — ἀστράβη mule s saddle fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστράβην — ἀστράβη mule s saddle fem acc sg (attic epic ionic) ἀ̱στράβην , ἀστράπτω lighten aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἀ̱στράβην , ἀστράπτω lighten aor ind pass 1st sg (doric aeolic) ἀστράπτω lighten aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστράβης — ἀστράβη mule s saddle fem gen sg (attic epic ionic) ἀ̱στράβης , ἀστράπτω lighten aor ind pass 2nd sg (doric aeolic) ἀστράπτω lighten aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστραβεύω — ἀστραβεύω (Α) [αστράβη] καβαλικεύω μουλάρι … Dictionary of Greek
αστραβηλάτης — ἀστραβηλάτης, ο (Α) ο ημιονηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αστράβη + ηλάτης < ελαύνω «οδηγώ»] … Dictionary of Greek